Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Νέα ποιήματα

Οι όποιες σου περγαμηνές




Μοιάζεις μου ροδοστόλιστος σαν τις ροδιές μα θες
τα που πολλά σου χρώματα μοιάζουν ουράνιο τόξο
μοιάζει το φόρτο σου βαρύ, τόσες περγαμηνές
νιώθουν τα χρώματα Μαγιού στην άνοιξη απ’ όξω.

Ακόμα κι η περπατησιά σου αφήνει αδρά σημάδια
σαν καμπανάκια σε γιορτή κι ο θόρυβος που κάνουν
το που κι αν νιώθεις φωτεινός μέρα γενούν τα βράδια
μοιάζουνε τ’ άστρα φτωχικά, κι αργά να σε προκάνουν.

Οι όποιες σου περγαμηνές είναι άνευ αξίας
εκτός κι αν τις ζυγίσουμε κι έχουν αβερτοσύνη
κι αυτό σημαίνει αρετή, και λέξεις σημασίας
να είναι από ηθική, αξιοπρέπεια, και δικαιοσύνη.


Νέα ποιήματα

Ο χειρότερος θάνατος





Ποτέ σου δεν ξεχώρισες το θνητό απ’ τ’ αθάνατο
κι αν φαίνεται η περπατησιά στο διάβα σου ανήλια
ανάμεσα απ’ τη ζωή, συ διάλεξες το θάνατο
διάλεξες το ένα, κι ας σου δοθήκαν χίλια.

Πάντα απέφευγε η ματιά σου να κοιτάξει τ’ άστρα
κι ας τραγουδούσανε σιμά στο πλάι σου γαρδέλια
δεν άγγιξες ποτέ σου τη χόβολη στη γάστρα
και μπρούσκο δεν δοκίμασες, απ’ της ζωής τ’ αμπέλια.

Αλάργα κι απ’ την άνοιξη και του Μαγιού τις μέρες
απ’ τις απλές ξερολιθιές τα ρυάκια και το κύμα
ποτέ σου ζέστη απ’ τη φωτιά κι αν έβλεπες καλδέρες!
Που η ζωή χιλιόμετρα, κι εσύ ένα το βήμα.

Όλοι γεννιόμαστε αν θες μ’ ανίατη ασθένεια
και ναι, είναι ο θάνατος, πρέπει να το δεχθείς
τραγικό, δεν είναι να πεθαίνεις υπό αυτήν την έννοια
μα ο χειρότερος θάνατος, είναι το να μην ζεις.


Νέα ποιήματα

Αυτούς αγαπώ μόνον




Μην με ρωτάς αν ξέρω ν’ αγαπώ
κι αν ξεχωρίζω τη φωτιά απ’ τ’ αποκαΐδια
αν έβαλα στη χόβολη δυο λέξεις να σωθώ
κι αν τις νυχτιές μου, μυστικά με ζώνουν φίδια.

Μην με ρωτάς αν κάνω προσευχή
και αν για τους ασέληνους ανάβω ένα καντήλι
ποιος είπε ότι είμαι άγιος σε ποια μαρμαρυγή
ποτέ μου σ’ αταξίδευτους, δεν κούνησα μαντήλι.

Δεν ξέρω για πού ο θεός με έχει σημαδέψει
μπορεί στο τίποτα, στο πουθενά, ή σε κάποια άβυσσο
δεν έκοψα αγιόκλημα που την ψυχή να θρέψει
μην με ρωτάς αν έτσι, θα χάσω τον παράδεισο.

Μα είδα ψυχές να σπέρνουνε υάκινθους και μύρο
να βγάζει το φεγγάρι ροδαμούς και χρώματα
και είδα στο γαλάζιο χορό να στήνουν γύρω
και να φιλούν που τα ζεστά, η γης κι αν έχει χώματα.

Αυτούς αγαπώ μόνον…
Που έμαθαν ν’ αγαπούν το φεγγάρι
και να σέβονται τον ήλιο.




Νέα ποιήματα

Της ζωής μου η γύρη




Όλη η ζωή μου, ένα ποτήρι ουρανός
και γιοματάρι με φεγγαρένιο μπρούσκο
ας με δείχνανε κι ας λέγαν’ ο τρελός
πολλές φορές, τα πρωινά μου ρίχναν φούσκο
όμως εγώ, τη γύρη μάζευα έτσι κι αλλιώς.

Ανάμεσα στις πεθυμιές του κόσμου
στις φυλλωσιές του ονείρου και της προσευχής
στις στάλες της βροχής κι έκανα μέλι
μ’ ανθούς γλυκά το στόλιζα του δυόσμου
κι ας λέγαν’ ο τρελός της εποχής.

Τη μάζευα ανάμεσα στις λέξεις
στα χιλιοστά που χρώματα του τόξου
με τη σκιά του Φθινοπώρου έκανα πλέξεις
και γλύκανα με μέλι τις ξερολιθιές
κι ας λέγαν’ ο τρελός περνάει απ’ όξω.

Όλη η ζωή μου, της μέλισσας η πεθυμιά
έβλεπα ανθούς παντού και μάζευα τη γύρη
κι όταν σε άλλους λιγοστή η ανασαιμιά
εγώ στα γιοματάρια πανηγύρι
και λέγαν’ ο τρελός, κάτι θα ξέρει.


Νέα ποιήματα

Μπρούσκο δειλινό




Χάθηκε πάλι ο εξάντας των ονείρων μου
μοιάζουν οι σκέψεις μου μπρούσκο δειλινό
μα το θεό, κρύα και γυμνά τα γύρω μου
στρώμα από φιλύρα και σκέπασμα λινό.

Νάμα ψυχής το θυμιατό και το λιβάνι
άγιο αντίδωρο λευκή η μεταλαβιά
μα θε μου, μοιάζει μου άδειο απ’ τ’ άστρα το ταβάνι
δίχως εξάντα, έχω μου πάλι άδεια την ποδιά.

Μοιάζει απάνεμο τ’ αγγελικό το θέλω
κι η σιγαλιά του γαλανού ανατολή
πως να βρω στ’ άστρα παράδεισου πινέλο
και στα φεγγάρια μπρούσκο μου φιλί.

Πώς να ‘βρω στα σοκάκια μιαν άλικη ευχή
και μια μαρμαρυγή στις πέτρες ν’ αντικρύσω
δώσε μου λόγια μυστικά στην προσευχή
και μες το μπρούσκο δειλινό μου να μεθύσω.


Νέα ποιήματα

Ασφοδελό λιβάδι



Στον ίσκιο μιας Παραμυθιάς ήμουνα λέει
κι έψαχνα λέξεις άχραντες σιμά απ’ τ’ ασφοδίλια
στις ρίζες δροσερές απ’ των σαλιγκαριών το σάλιο
σε φθινοπώρου αστράγαλο και σ’ αγκωνιά ανήλια.

Στ’ ασφοδελό λιβάδι τρεμόπαιζαν τ’ αετόφυλλα
και άνοιγα τα φιλιατρά ν’ ανέβουν απ’ στον Άδη
από στημόνι λυγερό ξόβεργες για τ’ απόσκια
να βγουν οι λέξεις μυστικές όπου το φως σκοτάδι.

Κι έμασα κληματόφυλλα σαν από μπρούσκο αμπέλι
και σαϊτιές ροδόσταμα απ’ αγιασμένο μύρο
κι έβαζα στις κρυφές φωλιές προσφώλι απ’ τ’ αστέρια
σαν βγουν οι λέξεις άχραντες παιδιά να παίζουν γύρω.

Κι έμασα το πρωτόγαλα απ’ των αηδονιών ταξίμια
μάζεψα απ’ τις ξερολιθιές απαντοχή που έχουν
πήρα σταγόνες γιασεμιού και την κορφή απ’ το μέλι
σαν θα ‘βγουν στον Αυγερινό απόσταγμα να τρέχουν.

Kαι πήρα νότες της βροχής της πορφυρούς τα μάτια
απ’ τα όστρακα του γαλανού έκλεψα τα φτερά τους
να γίνει ποίημα ο ερχομός κι έξοδος αγνάντι
να βρουν απάγκιο τα ξερά κι οι ρίζες τη χαρά τους.

Και γεύση σαν από γλυκό σταφύλι αναβλύζουν
των πηγαδιών οι οξώπορτες κι αγιόηχος της βρέχει
γέμισε το Φθινόπωρο με σπόρους από λέξεις
κι ο ίσκιος της παραμυθιάς, μόνο αλήθειες έχει.




Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Μονόλογοι



Επειδή είμαι Έλληνας

********************

Μη με ρωτάτε πάλι πως μιλώ με τ’ άστρα
και πως ακόμη ζω, ένα δεμάτι αποκαΐδια
πως φτιάχνω τάχα από τις στάχτες κάστρα
κι από τις φτωχογειτονιές μαζεύω τα κεντίδια
κι αν με ρωτάτε, θα σας πω το μυστικό,
επειδή είμαι Έλληνας.

Μη με ρωτάτε πως αντέχω στους αιώνες
και πως γνωρίζω της γλώσσας μου το μέλλον
πως απ’ το κάθε μάρμαρο φτιάχνω Παρθενώνες
ξέρω καλά ότι μιλώ τη γλώσσα των αγγέλων
κι αν με ρωτάτε, θα το πω με μιαν ανασαιμιά,
επειδή είμαι Έλληνας.

Μη με ρωτάτε αν ονειρεύομαι συχνά τον Πυθαγόρα
σε μυστικό σταβέντο αν είμαστε στον Όλυμπο, στην Όσσα
για δεν φοβάμαι αν κάποιοι φέρνουν την κατηφόρα
γιατί έμαθα να ομιλώ, των αριθμών τη γλώσσα
κι αν με ρωτάτε, με καμάρι θα το πω,
επειδή είμαι Έλληνας.

Μη με ρωτάτε για τα μυστικά που λέει μου ο Ελύτης
της πρώτης ώρας και το φως, για Ελλάδα του απείρου
για την αλήθεια η γλώσσα μας αιώνιος καταλύτης
αρκεί να δεις που βρίσκονται οι αμμουδιές του Ομήρου
κι αν με ρωτάτε, θα σας πω τις έχω δει,
επειδή είμαι Έλληνας.

Μη με ρωτάτε πλούσιος που νιώθω και γιορτή
γιατί δεν έχω απορίες στη γλώσσα μου επάνω
όπως φιλότιμο, άμιλλα, κι ακόμα θαλπωρή
χιλιάδες ακόμα λέξεις που μόνο εγώ τις φτάνω
κι αν με ρωτάτε, είν’ εύκολο να πω σας το γιατί,
επειδή είμαι Έλληνας.

Μη με ρωτάτε για του έρωτα τι θα ‘κανα τα μάτια
αν απ’ τις γειτονιές του κόσμου μάζευα τ’ αηδόνια
αν θ’ άντεχα στον πηγαιμό μαζεύω μου κομμάτια
ε να σας λέω, θα πολέμαγα κι εγώ άλλα δέκα χρόνια
κι αν με ρωτάτε, για την Τροία θα σας πω,
επειδή είμαι Έλληνας.

Μη με ρωτάτε πως μικρή η χώρα μα μεγάλη μου η καρδιά
και πως μπροστά στο χάρο, μεθώ μ’ ένα ποτήρι ουρανό
χορός στεφανωμένος μοιάζει με φύλλα από ελιά
θυμίζω σας, το ελευθερία ή θάνατος είναι ελληνικό
κι αν με ρωτάτε, τη γαλανόλευκη θα δείξω,
επειδή είμαι Έλληνας.

Μη με ρωτάτε το γιατί στη μέση όταν του δρόμου
κάποιου ακούγεται η φωνή λέγοντας αδερφέ
άγνωστος μεν μα αδερφός κι όχι αγνώστου νόμου
νιώθω σε μένα φώναξε κι ας φώναξε εσέ
κι αν με ρωτάτε, νιώθω πως είστε αδέρφια μου,
επειδή είμαι Έλληνας.

Μη με ρωτάτε για πολέμους δεν ξέρω απ’ αυτά
δεν βρήκα σε φιλόσοφους κάποιον ορισμό
αυτά είναι για τους βάρβαρους και διάολου παιδιά
ρωτήστε με ότι θέλετε για τον πολιτισμό
κι αν με ρωτάτε, περήφανα έχω μονάχα φως,
επειδή είμαι Έλληνας.

Μη με ρωτάτε να σας πω τι κάνουν οι φωτιές
κι αν πρέπει μας στον κόσμο να πάνε μι πιρόγα
σα λέω δεν χρειάζεται μη νιώθετε ενοχές
ενώσαμε τον κόσμο μονάχα με μια φλόγα
κι αν με ρωτάτε, για ολυμπιακούς αγώνες θα σας πω,
επειδή είμαι Έλληνας.

Μη με ρωτάτε που γεννήθηκα τι κι αν σας δεν το πω
σε κάποια φτωχογειτονιά ή σε γωνιά αγγέλων
μα ένα ξέρω, τι γεννήθηκα κι αυτό θα ομολογώ
πως δίχως παρελθόν λαός, ποτέ δεν έχει μέλλον
κι αν με ρωτάτε, γιατί νιώθω περήφανος θα πω,
επειδή είμαι Έλληνας.

Κι αν με ρωτάτε, για τις δύσκολες πατρίδας μου στιγμές
είναι το αυτονόητο ότι θα ‘μαι παρών
είναι στα σπλάχνα μου γραμμένο γεμάτο μ’ αμυχές
το «Ίτε παίδες Ελλήνων, Νύν υπέρ πάντων αγών»
κι αν με ρωτάτε, για τον Αισχύλο θα σας πω,
επειδή είμαι Έλληνας, ναι.
Επειδή είμαι Έλληνας.